Συζήτηση πάνω στην άποψη του Ελύτη:
Η κατεργασία του λευκού μέρους της ψυχής είναι πιο σκληρή κι από του μαρμάρου.
Αναστοχασμός
Μια διαδικτυακή συνάντηση με στόχο την επικοινωνία μεταξύ μας και με ποιητικά κείμενα
Συζήτηση πάνω στην άποψη του Ελύτη:
Η κατεργασία του λευκού μέρους της ψυχής είναι πιο σκληρή κι από του μαρμάρου.
Αναστοχασμός
Όλα το βράδυ σιωπηλάτίποτε δεν σαλεύειμόνο η ψυχή δειλά δειλάάσπρο πανί γυρεύει
Θίσβη και Πύραμος
Αγάπης όρκοιστη λάμψη των λεπίδωναίμα στάζονταςΆγρια μούρατων εραστών του φωτόςαποτύπωμαΛευκού χιτώναστης χίμαιρας την όχθητο κυμάτισμα
Αφροδίτη και Άδωνις
Ζέφυρου πνοέςγύμνωσαν αφρογενήπόθο ΚύπριδοςΚομμούς Άδωνηδάκρυσαν ανεμώνεςαλιπόρφυρεςΛευκές λήκυθοιτης λιθοξόου Λήθηςαναθήματα
Επιστολές εν λευκώ
Το άσπρο το εξαντλώ. Μέσω λευκών, πανομοιότυπων γραμμών, αυτοαναλώμενων στο να δηλώνονται ως τέτοιες. Κυκλοτερείς καιροσκοπούν. Περιδιαβάζουν. Αυτοαναφλέγονται. Ρίχνονται στο κενό. Εν γνώσει μου η ανεπάρκεια, η προδιαγεγραμμένη αστοχία τους. Το μονό-τονο του ύφους τους. Ειρωνεία: ανέκαθεν αποσκοπούσα σε έναν τόνο εξωστρεφή, πλήρως παρόντα –στην ανάσα του. Εν γνώσει μου τα χάσματα (επ)αφής που ταλανίζουν τη γραφή –σου γράφω τόσο ανεπαρκώς και ανοίκεια. Διακυβεύομαι εν γνώσει μου μέσα από τους μειονεκτούντες όρους της. Ωστόσο το διακινδυνεύω.
In memoriam
Τώρα γράφω για σένα. Με το δικό σου μωβ Σαντορίνης. Όλα κρυμμένα. Τέντωμα της χορδής. Το πέτρωμα θνησιγενές. Ύλη ερωτική, μη συνεκτική –η βία των κρυμμένων μύδρων. Τόσο εκρηξιγενής, τόσο στην αιχμή –εκτοξεύεσαι. Προεκτείνεσαι γαιώδης, όλος γραμμές ρίζες και κρατήρες σβησμένους. Λίγα μέτρα από την ακτή ο βράχος. Εισδύεις στο σχιστόλιθο, τον υποσκάπτεις: σχισμοειδείς πτυχές της εγγραφής, απολήξεις αρμύρας του ονόματος. Χρονολογία. Διάκενα που τα κατακλύζεις κύμα. Να διαφυλάξεις τι. Σ’ απορροφά το μούχρωμα, σου εκτρέπει τον ειρμό. Ανάκληση ροών, υπαγορευμένη αφλογιστία: κλίνει η στιγμή ελάχιστη εκπνέει φλοίσβος –τι. Εντός σου το ανάδεμα τραβιούνται τα νερά –αυτή η άμπωτη. Ο συριγμός της τόξευσης. Δια-σχίζεσαι. Επιστρέφεις. Στα διάστιχα πυρακτωμένη στάχτη. Μωβ πυρίκαυστο Σαντορίνης. Ανάμεσα. Μπορεί και καταχείμωνα. Την ώρα που καταπίνει τις γραμμές σου το λευκό και διαπιστώνεις χαμηλόφωνα τις θρυαλλίδες σου βρεγμένες.
Ad libitum
Είναι αργά μέσα στις λέξεις που σου γράφω –σα να συνάγω τύψεις απ’ τον πάτο: υποθηκεύσεις, ίντριγκες, διαδοχικούς σφετερισμούς της σημασίας. Είναι αργά από των λέξεων τη χάση που σου γράφω παρηχώντας σε τρόπο φρυγικό. Αδειάζω τα σημαίνοντα απ’ το περιεχόμενό τους, αρκούμαι στο περί-γραμμα οριοθετώντας ένα χώρο σιωπής μέσα στη σιωπή (τους). Ν’ αντηχούν σαν σ’ έκλειψη: ΔΕΔΥΚΕ ΜΕΝ Α ΣΕΛΑΝΝΑ ΚΑΙ ΠΛΗΙΑΔΕΣ, ΜΕΣΑΙ ΔΕ ΝΥΚΤΕΣ μέσα στις λέξεις μέσα στις λέξεις ενεδρεύοντας η Νύχτα. Τείνω αφαιρετικά εγγράφοντάς τες σε διελκυστίνδες διατυπώσεων ελλειπτικών, πληρώντας τες με ιριδισμούς χρωμάτων και με κηλίδες φωτεινές. Διεσταλμένες να εκρήγνυνται σε μύδρους συμπυκνωμένου χρόνου.
Διάστικτο
κείμενο-καμβάς: καμπύλη διαθλασμένων σημαινόντων, λυμένων λέξεων συναρμογών - ειρμών μέσα από πετρωμάτων ασυνέχειες. Φυσά ανεξήγητα μες στις πτυχές των λέξεων που σου γράφω μ’ έναν αχό σπηλαιωμένων φράσεων –λήθης θραυσμένα αναθήματα, αποτυπώματα φυρονεριάς. Γραφές της άμμου. Υιοθετώ ένα κείμενο – σχήμα ιδιό-τροπο, μία τοπο-λογία του ίχνους –τόπος του κειμένου ο τρόπος του. Ιδιωτεύω στους αρμούς μιας ασυνέπειας: ά-τοπο τι -τίποτα. Δεν έχω τίποτα να πω. Γραμμές – σιωπές. Λευκώλενες γραμμές
Διάστιχο
Άγγελοι - Δαίμονες
Φτερά και μάσκες
κυκλοφορούν
εμπρός κι εντός μου
Λευκό και μαύρο
Εναλλάσσονται
Κάθε που βλέμμα
αλλάζω και φορά
μαύρο λευκό
ταυτόχρονα
αντικρίζω
Υβριστές και ταπεινοί
αθώοι κι ένοχοι
Μάτια λαμπρά
να μεταγγίζουν φως
Γυάλινα μάτια
σκιάζουν την αρετή
Δικαιώνουν τη χαρά
στη συνύπαρξη
Αναιρούν της λέξης
την παρηγορία
Άγγελοι και δαίμονες
Ζωή και θάνατο
εμφέροντες
Από σχιση
Συν κίνηση
ορίζοντες
Ζήκα Διονυσία
Τις λευκές νύχτες μου,
που τα γκρίζα σύννεφα έπαιζαν κρυφτό
μες στα τσαλακωμένα σεντόνια,
σου ζήτησα λίγο χρώμα να φωτίσω το γκρι
κι εσύ μου έδωσες κόκκινες κορδέλες
να δέσω κόμπους τα μεταξένια
όνειρα
να τα αιχμαλωτίσω…
σου είπα εγώ δεν ξέρω από κόμπους
ένα πινέλο θέλω και λίγο χρώμα
κι εσύ μου έδωσες μαύρο της αβύσσου.
που απλόχερα μου χάρισες
ένα πρωί
τις φώτισαν χιλιάδες μικροί ήλιοι.
Αντωνία Θεοχαρίδου, 15 Φεβρουαρίου 2021
Πίνακας : Van Gogh, "La nuit étoilée"