Όλα το βράδυ σιωπηλάτίποτε δεν σαλεύειμόνο η ψυχή δειλά δειλάάσπρο πανί γυρεύει
Μια διαδικτυακή συνάντηση με στόχο την επικοινωνία μεταξύ μας και με ποιητικά κείμενα
21 Φεβρουαρίου 2021
Αποχαιρετισμός.
14 Φεβρουαρίου 2021
05 Φεβρουαρίου 2021
5η Συνάντηση (10/2/2021)
Μαύρο VS Λευκό
Πόσο ζυγίζειτο λευκόστην γλώσσα και την μνήμη;Το λεξίμετρο δείχνει27μαύρες, 134 λευκέςΝόμιζα το μαύρο πιο βαρύκαι το λευκό, αφρό, αιθέριοΛάθος!Η μνήμη για να ξορκίσει το κακόθέλει λίγες λέξεις και πολλές σιωπέςΟ πόνος
αντιστρόφως ανάλογοςπρος τους προσδιορισμούς τουΌσο για το λευκόμεγάλες ιδέες, όνειρα, ευχέςλόγια πτερόενταλέξεις ατέλειωτες,Φούσκαέτοιμη ανά πάσα στιγμήνα ξεψυχήσει.
Συμπληρωματικά η Παυλίνα Καζαντζίδου μας έστειλε την Λευκή σημαία του Jasper Johns,
λάδι και κολλάζ σε καμβά, συλλογή του καλλιτέχνη, με τρόπο εγκαυστικής ζωγραφικής. Το έργο του neo-dada προβλέπει πτυχές της pop τέχνης.
Η Ματούλα Τσιούδα μας μιλά για το λευκό σε τρία ζωγραφικά έργα και μια φωτογραφία.
και β) το έργο του Aert van der Neer Σκηνή σε ποταμό το χειμώνα, σημειώνοντας ότι από τον Άβερκαμπ και ύστερα, συναντάμε συνεχώς αυτό το θέμα του παγωμένου ποταμού με το πλήθος των μικρών μορφών που τρέχουν πάνω στον πάγο, χρησιμοποιώντας έλκηθρα ή παίζουν ένα είδος hokey. Στους πίνακες του Βαν ντερ Νεερ οι ανθρώπινες μορφές είναι μεγαλύτερες και λιγότερες, περισσότερο χαρακτηρισμένες και λιγότερο ανεκδοτικές.
Παιδιά που ουρλιάζουν, γυναίκες που ουρλιάζουν, πουλιά, λουλούδια, δέντρα και πέτρες που ουρλιάζουν, τούβλα, έπιπλα, τραπέζια, καρέκλες, κουρτίνες, κατσαρόλες, γάτες, χαρτί, ανάμεικτες μυρωδιές που ουρλιάζουν, καπνός που ουρλιάζει και σε χτυπάει στην πλάτη, ουρλιαχτά που ανακατεύονται σε ένα μεγάλο καζάνι, καθώς και ουρλιαχτά των πουλιών που πέφτουν σαν βροχή στη θάλασσα και την πλημμυρίζουν.
Ch. Baudelaire, La Chevelure
Μην αψηφάς την αγάπη:δεν είναι έμορφα τα κλαϋμένα μάτια.Όμως να μην αργήσεις:θα μας ξανάρθεις γρήγορα, πάλι, δεν είναι;Εγώ, κάθε φορά που πάει να αποτολμήσω κάτιέρχεται αυτό το σύννεφο ελπίδωνόλο άσπρες κι' απαλά ρόδινες νταντέλλες.Συνετιστήτε:κάθε μέρα δεν είναι δυνατό να στήνεται η καρμανιόλα.Λίγο λίγο θ' ασπρίσουν τα μαλλιά σας:άσπρη σημαία.Η άσπρη σημαία είναι το σημάδιπως παραδίδεστε και πως τα κάστρα για πάντα καταρρέουν.
(Στην κοιλάδα με του ροδώνες,1978)
Doctor Zhivago (σκηνοθεσία: David Lean, 1965)
Η Αντωνία Θεοχαρίδου παρουσιάζει την ταινία του Krzysztof Kieślowski Λευκή ταινία (1994) από την "Τριλογία των Χρωμάτων".
22 Ιανουαρίου 2021
2η Συνάντηση (20/1/2021)
Ο Γιώργος Δώδος μιλά για το "λευκό" από την οπτική της Φυσικής και της Ψυχολογίας
Μαριάννα Δώδου
Σπουδή φωτός
Το λευκό στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη
Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)
ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΑΚΤΙΝΑΒ΄
Καίγουνται τ’ άσπρα φύκιαΓραίες αναδυόμενες χωρίς βλέφαρασχήματα που άλλοτε χορεύανμαρμαρωμένες φλόγες.Το χιόνι σκέπασε τον κόσμο.
Δ΄
Είπες εδώ και χρόνια:«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός».Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάςστις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνουακόμη κι όταν σε ποντίζουνστο ναρκωμένο στήθος του πελάγουψάχνεις γωνιές όπου το μαύροέχει τριφτεί και δεν αντέχειαναζητάς ψηλαφητά τη λόγχητην ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σουγια να την ανοίξει στο φως.
Ζ΄
Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγαόχι με των στιγμών το στάλαγμααλλά μια λάμψη, μονομιάς·όπως ο πόθος που έσμιξε τον άλλο πόθοκι απόμειναν καθηλωμένοιή όπωςρυθμός της μουσικής που μένειεκεί στο κέντρο σαν άγαλμααμετάθετος.Δεν είναι πέρασμα τούτη η ανάσαοιακισμός κεραυνού.
ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣΔ΄
Η θάλασσα· πώς έγινε έτσι η θάλασσα;Άργησα χρόνια στα βουνά·με τύφλωσαν οι πυγολαμπίδες.Τώρα σε τούτο τ’ ακρογιάλι περιμένων’ αράξει ένας άνθρωποςένα υπόλειμμα, μια σχεδία.Μα μπορεί να κακοφορμίσει η θάλασσα;Ένα δελφίνι την έσκισε μια φοράκι ακόμη μια φοράη άκρη του φτερού ενός γλάρου.Κι όμως ήταν γλυκό το κύμαόπου έπεφτα παιδί και κολυμπούσακι ακόμη σαν ήμουν παλικάρικαθώς έψαχνα σχήματα στα βότσαλα,γυρεύοντας ρυθμούς,μου μίλησε ο Θαλασσινός Γέρος :«Εγώ είμαι ο τόπος σου·ίσως να μην είμαι κανείςαλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις».
ΣΤ΄
Πότε θα ξαναμιλήσεις;Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφηριζώνουν θρέφουνται με το αίμα.Όπως τα πεύκακρατούνε τη μορφή του αγέραενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκείτο ίδιο τα λόγιαφυλάγουν τη μορφή του ανθρώπουκι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.Ίσως γυρεύουν να μιλήσουν τ’ άστραπου πάτησαν την τόση γύμνια σου μια νύχταο Κύκνος ο Τοξότης ο Σκορπιόςίσως εκείνα.Αλλά πού θά εισαι τη στιγμή που θά ’ρθειεδώ σ’ αυτό το θέατρο το φως;
Ζ΄
Κι όμως εκεί, στην άλλην όχθηκάτω απ’ το μαύρο βλέμμα της σπηλιάςήλιοι στα μάτια πουλιά στους ώμουςήσουν εκεί· πονούσεςτον άλλο μόχθο την αγάπητην άλλη αυγή την παρουσίατην άλλη γέννα την ανάσταση·κι όμως εκεί ξαναγινόσουνστην υπέρογκη διαστολή του καιρούστιγμή-στιγμή σαν το ρετσίνιτο σταλαχτίτη το σταλαγμίτη.
ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΑ΄
Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριάκι από την άλλη το νέο φεγγάριαπόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα τα στήθη.Ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχταςκατακλυσμός της ζωής.Τ’ άλογα στ’ αλώνιακαλπάζουν και ιδρώνουνπάνω σε σκόρπια κορμιά.Όλα πηγαίνουν εκείκαι τούτη η γυναίκαπου την είδες όμορφη, μια στιγμήλυγίζει δεν αντέχει πια γονάτισε.Όλα τ’ αλέθουν οι μυλόπετρεςκαι γίνουνται άστρα.Παραμονή της μακρύτερης μέρας.
Η΄
Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτηςεπιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,τη δική σου φωνήόχι εκείνη που σ’ αρέσει·μουσική σου είναι η ζωήαυτή που σπατάλησες.Μπορεί να την ξανακερδίσεις αν το θέλειςαν καρφωθείς σε τούτο τ’ αδιάφορο πράγμαπου σε ρίχνει πίσωεκεί που ξεκίνησες.Ταξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιουςάγγιξες νεκρούς και ζωντανούςένιωσες τον πόνο του παλικαριούκαι το βογκητό της γυναίκαςτην πίκρα του άγουρου παιδιού—ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατοαν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο·τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.Ζωή σου είναι ό,τι έδωσεςτούτο το κενό είναι ό,τι έδωσεςτο άσπρο χαρτί.
ΙΑ΄
Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνηπλεούμενα κι άσπρα πανιάμπάτης από τα πεύκα και τ’ Όρος της Αίγιναςλαχανιασμένη ανάσα·το δέρμα σου γλιστρούσε στο δέρμα τηςεύκολο και ζεστόσκέψη σχεδόν ακάμωτη κι αμέσως ξεχασμένη.Μα στα ρηχάένα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνικαι στο βυθό—αν συλλογιζόσουν ώς πού τελειώνουν τα όμορφα νησιά.Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω.
ΙΔ΄
Τώρα,με το λιωμένο μολύβι του κλήδονατο λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,η γύμνια ολόκληρης της ζωής·και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα και το τίναγματα χείλια το χαϊδεμένο δέρας,όλα γυρεύουν να καούν.Όπως το πεύκο καταμεσήμερακυριεμένο απ’ το ρετσίνιβιάζεται να γεννήσει φλόγακαι δε βαστά πια την παιδωμή —φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτηκαι να τη σπείρουν.Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασανπρέπει να καούντούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιοςστην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου.
Κοιτάζω τ’ άσπρο το χαρτίκαι το μυαλό μου στύβωψάχνω τις λέξεις για να βρωκι εγώ ποιητής να γίνω.Μα αυτό, κατάλευκο εκείκοιτάζει το μολύβικι ειρωνικά χαμογελάλες και με κατακρίνει.Οι λέξεις στέρεψαν θαρρείςδεν βγαίνουν, με παιδεύουνμε εκδικούνται άραγε;ή τάχα κοροϊδεύουν;Νομίζω πως μου στέρεψεη έμπνευση και πάειαυτό ήταν μέχρι εδώο νους δεν το χωράεισκίζω το άσπρο το χαρτίκι απλά κλείνω τα μάτιανιώθω να έγινε η καρδιάσαράντα δυο κομμάτιακι εκεί που είχα απελπιστείκι έβλεπα το σκοτάδιήρθε ξανά η έμπνευσημε το γλυκό της χάδιβρήκα μολύβι και χαρτίκαι άρχισα να γράφωοι λέξεις γίναν χρώματατην έμπνευση μου βάφω
Γιώργος Δώδος
Τ’ άσπρα κατεβάζουν τ’ άστρα
Μιχάλης Πασιαρδής (1941 - )
[Η λευκότητα]
Η λευκότητα, είπε, είναι το άλλο άσπρο,
κάτι σαν άσπρο μες στο άσπρο, που καταργεί
το αυστηρά ουδέτερο…
Άννα Αντωνίου
Το λευκό που μ’ αρέσει
Λευκό του πάγου
και λευκό του χιονιού
Κοφτερό και σκληρό σαν ατσάλι
Που αφήνει
το βλέμμα
να αγγίξει το άπειρο
Το απόλυτο αυτό
ελευθερία
και
δέσμευση
Που μια ακίδα μικρή
μια ανάσα
λίγο πιο έντονη
και το άπειρο γυρίζει πλευρό
και ξυπνάει
θνητό
μια κηλίδα ωχρά
μια πελώρια θλίψη
μια οθόνη
πάλλευκη κηλιδωμένη
Ήθελα να μου πεις
πώς το γαλάζιο δικό σου
διαπέρασε το λευκό
κι έσμιξαν
Πώς έγιναν τα δύο
ακηλίδωτος ουρανός
και
σύννεφα-ταξιδιώτες.
Το λευκό φόρεμα
Τι θράσος κι’ αυτό!
Ένα τέτοιο λευκό φόρεμα σε χώρο εργασίας.
Ανάμεσα σε γκρίζες στολές και γκρίζες μάσκες.
Τι θράσος να βαδίζεις ανάμεσά τους
Και κυρίως, να βαδίζεις ευθυτενής.
Μια στα χαρτιά και μια στο πάτωμα κοιτάζουν
Με το χαμόγελο παντοτινά φυλακισμένο.
Έτσι που λησμόνησαν τους ανθρώπους.
Έτσι που λησμόνησαν τον ουρανό.
Κι’ εσύ τολμάς να διασχίζεις τη μετριότητα
Φορώντας στα μαλλιά σου άνθη λεμονιάς!
Κι’ ανεμίζει το λευκό σου φόρεμα
Κι’ αντιφεγγίζει πάνω του η ηλιαχτίδα
καθώς μπαίνει απ’ το μοναδικό παράθυρο
που παράτολμα άνοιξες με υπομονή στο χρόνο
Γιατί θέλεις να βλέπεις το φως
να παίζει με τ’ άνθη της μικρής ροδιάς
και νάρχεται μέσα δίνοντας αξία ακόμα και στη σκόνη
δίνοντας κι’ άλλη δόξα στις παλιές κορνίζες
των ηρώων και των ευεργετών.
Ποιος έχει προσέξει τόσα χρόνια τη μικρή ροδιά
στην πρωινή συγκέντρωση
όπου η καλημέρα σέρνεται σαν φίδι τρομαγμένο
στα σκαλοπάτια.
Ποιος νά ξερε
πώς ύφανες αυτό το λευκό σου φόρεμα!
Με πόση αγρύπνια, με πόση αλμύρα
και πόσα αστέρια κυνηγώντας.
Πόσα νησιά μπελόνιασες σε μίσχους λουλουδιών
συνάζοντας στη χούφτα σου βροχή
να πίνουν τα σπουργίτια τον Αύγουστο.
Ποιος νά ξερε
Πόσο επώδυνο, μα πόσο αληθινό
ήταν εκείνο το ταξίδι μέσα σου.
Πόσες φορές ξεμάκρυνε το χέρι του Θεού
πριν σε απιθώσει τρυφερά στου φεγγαριού τη σκάλα
Με τα φιλιά της αδελφής σου να ξορκίζουν το κακό.
Τι ν’ απαντήσεις τώρα σε όσους σε ρωτούν:
Πού βρήκες το θράσος
να διασχίζεις το γκρίζο
Φορώντας ένα τέτοιο λευκό κι’ ανθοστόλιστο φόρεμα;
Και.πώς τολμάς κι’ ελπίζεις
Ακόμα και «εν ώρα υπηρεσίας»;
Διονυσία Ζήκα
Το δικό μου λευκό
Ντύθηκα λευκή πανοπλίακαιρίχτηκα στο πέλαγοςΛευκά τα ιστία στο κατάρτινα ισορροπούνστην κόψητου θυμωμένου κύματοςΑκολουθώντας ασφαλές νηολόγιοαποτύπωσα κρυφούς υφάλουςΜε το γάλα της μάναςτης γιαγιάς το νανούρισματο παραμύθι της ανάπαυσηςΣε λευκή ποδιά απίθωσατα άνθη του πόνουΣε καμβά μεταξένιοίχνη πορφύρας σημάδεψα ,έγραψα, έσβησαμολυβένιες λέξεις,σπόγγισα στάλεςδιάφανων δακρύωνΣτα εκκωφαντικάκαλέσματα των σειρήνωναντέτεινα τοίχους λευκούςΓια κάθε εχθρικό εμβολισμόύψωσα σημαίαμε λευκά τριαντάφυλλαΞετυλίγοντας τον μίτο,κιθάριζατραγούδι λυπητερόλευκού κύκνουΚι εκεί στο βάθοςστον ορίζοντακρατώνταςμαργαριταρένιοσταυρουδάκιπάντα διακρίνωτα λευκά μάρμαραπου με στηρίζουν …Αναζητώντας το φως
Γιώργος Δουατζής (1948-)
Ουαί
Τη λύπη μου δεν θα τη βρειςσε θάλασσες, δρόμους, κορυφέςούτε σε γκρίζους ουρανούς
Θα τη βρεις λευκό πουκάμισοστους καταφρονεμένουςτους τυφλούςτους ταπεινούςπου περιμένουν ένδοξες μέρεςγια να υψωθούνκραυγάζονταςΟυαί τοις νικηταίςΤη λύπη μου δε θα τη βρειςπαρά σε ένδοξες μέρες
Ελένη Αναγνώστη
Λευκό φόρεμα
Με το χοντρό σαπούνι της υπομονήςσ’ ωκεανούς δακρύωνέπλυνα τους λεκέδες της λύπης μου.Τώρα συστήνομαι με λευκό φόρεμα.Η λάσπη των λειψόνοωνδεν με λερώνει πια...Φρόντισε γι’ αυτό ο Ποιητής"Μα η κοινωνία που ήταν σεμνότυφη πολύ συσχέτιζε κουτά'' *
Ανήκω στους έξυπνους πια.
* Κ. Π. Καβάφης "Μέρες του 1896"
-
Federico Fellini, 8 1/2 (1963) Τέλος Η Μαίρη Παπαδαντωνάκη μας παρουσιάζει τον Wilson Bentley , τ ον πρώτο που κατάφερε να φωτογραφίσει μι...
-
Τερψιχόρη Μούσα, η φανταστική μορφή που οι αρχαίοι πίστευαν ότι ενέπνεε τους ποιητές. Οι εννέα Μούσες ήταν οι μυθικές θεότητες που προστάτ...
-
Ο Κριστόφ Κισλόφσκι (Krzysztof Kieślowski) ( 1941- 1996 ) γεννήθηκε στη Βαρσοβία, στην Πολωνία. Έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές στην Κινηματ...