Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δώδου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δώδου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

20 Φεβρουαρίου 2021

Stéphane Mallarmé, Το λευκό Νούφαρο και 2 ποιήματα της Μαριάννας Δώδου


Stéphane Mallarmé

Το λευκό Νούφαρο

Μαριάννας Δώδου, Στεφάν Μαλλαρμέ: Το λευκό Νούφαρο

Ιμπρεσιονισμός σε τρεις διαστάσεις: «Το λευκό Νούφαρο», πεζό ερωτικό ποίημα του Stéphane Mallarmé, στη συνάντησή του με τη μουσική της παλέτας του Monet και τα πιανιστικά ιχνογραφήματα των Debussy και Ravel. Η απόλυτη συνομιλία με το φως


Απόσπασμα του Λευκού Νούφαρου σε μετάφραση: Μαριάννα Δώδου

    Χωρισμένοι, είμαστε μαζί: εισβάλλω, μέσω της σκοτεινής της οικειότητας, σε αυτή την εκκρεμότητα πάνω στο νερό, όπου το όνειρό μου καθυστερεί το αναποφάσιστο, καλύτερα από ό,τι οποιαδήποτε επίσκεψη, ακολουθούμενη από άλλες, θα το επέτρεπε. Πόσες ανούσιες συζητήσεις, σε σύγκριση με τη μία που συγκράτησα προκειμένου να μην ακουστώ, θα ήταν αναγκαίες, προτού μία εξίσου διαισθητική με τώρα συμφωνία να μπορέσει να βρεθεί ξανά, με την ακοή μου στο ύψος του μαονιού, στραμμένη προς ολόκληρη την άμμο που σώπασε! 
      Η παύση μετριέται τη στιγμή της απόφασής μου. 
      Συμβούλεψε, ω όνειρό μου, τι να κάνω; 
    Συνόψισε με ένα βλέμμα την παρθένα απουσία διασκορπισμένη σε αυτή τη μοναξιά και, όπως κανείς κόβει, σε ανάμνηση ενός τόπου, ένα από αυτά τα μαγικά κλειστά νούφαρα, που αναδύονται ξαφνικά εκεί, εμπερικλείοντας με την κυρτή τους λευκότητα ένα τίποτα, φτιαγμένο από ανέγγιχτα όνειρα, από την ευτυχία που δε θα λάβει χώρα, και από την πνοή μου, κρατημένη εδώ, μέσα στο φόβο μιας εμφάνισης, φύγε μαζί της∙ σιωπηλά, κωπηλατώντας ανάποδα, λίγο – λίγο, χωρίς με κάποιο χτύπημα να σπάσεις την ονειροφαντασία, μήτε το πιτσίλισμα των ορατών φυσαλίδων του αφρού, στριφογυρισμένου στη φυγή μου, να πετάξει, στα πόδια κάποιου που θα καταφτάσει αργότερα, τη διάφανη ομοιότητα της απαγωγής του ιδανικού μου λουλουδιού. 


Μαριάννα Δώδου 

Θίσβη και Πύραμος
 
Αγάπης όρκοι
στη λάμψη των λεπίδων
αίμα στάζοντας
 
Άγρια μούρα
των εραστών του φωτός
αποτύπωμα
 
Λευκού χιτώνα
στης χίμαιρας την όχθη
το κυμάτισμα

 



Αφροδίτη και Άδωνις
 
Ζέφυρου πνοές
γύμνωσαν αφρογενή
πόθο Κύπριδος
 
Κομμούς Άδωνη
δάκρυσαν ανεμώνες
αλιπόρφυρες
 
Λευκές λήκυθοι
της λιθοξόου Λήθης
αναθήματα

Μαριάννα Δώδου, Επιστολές εν λευκώ


Επιστολές εν λευκώ



Το άσπρο το εξαντλώ. Μέσω λευκών, πανομοιότυπων γραμμών, αυτοαναλώμενων στο να δηλώνονται ως τέτοιες. Κυκλοτερείς καιροσκοπούν. Περιδιαβάζουν. Αυτοαναφλέγονται. Ρίχνονται στο κενό. Εν γνώσει μου η ανεπάρκεια, η προδιαγεγραμμένη αστοχία τους. Το μονό-τονο του ύφους τους. Ειρωνεία: ανέκαθεν αποσκοπούσα σε έναν τόνο εξωστρεφή, πλήρως παρόντα –στην ανάσα του. Εν γνώσει μου τα χάσματα (επ)αφής που ταλανίζουν τη γραφή –σου γράφω τόσο ανεπαρκώς και ανοίκεια. Διακυβεύομαι εν γνώσει μου μέσα από τους μειονεκτούντες όρους της. Ωστόσο το διακινδυνεύω. 


In memoriam


Τώρα γράφω για σένα. Με το δικό σου μωβ Σαντορίνης. Όλα κρυμμένα. Τέντωμα της χορδής. Το πέτρωμα θνησιγενές. Ύλη ερωτική, μη συνεκτική –η βία των κρυμμένων μύδρων. Τόσο εκρηξιγενής, τόσο στην αιχμή –εκτοξεύεσαι. Προεκτείνεσαι γαιώδης, όλος γραμμές ρίζες και κρατήρες σβησμένους. Λίγα μέτρα από την ακτή ο βράχος. Εισδύεις στο σχιστόλιθο, τον υποσκάπτεις: σχισμοειδείς πτυχές της εγγραφής, απολήξεις αρμύρας του ονόματος. Χρονολογία. Διάκενα που τα κατακλύζεις κύμα. Να διαφυλάξεις τι. Σ’ απορροφά το μούχρωμα, σου εκτρέπει τον ειρμό. Ανάκληση ροών, υπαγορευμένη αφλογιστία: κλίνει η στιγμή ελάχιστη      εκπνέει       φλοίσβος       –τι.  Εντός σου το ανάδεμα       τραβιούνται τα νερά      –αυτή η άμπωτη. Ο συριγμός της τόξευσης. Δια-σχίζεσαι. Επιστρέφεις. Στα διάστιχα πυρακτωμένη στάχτη. Μωβ πυρίκαυστο Σαντορίνης. Ανάμεσα. Μπορεί και καταχείμωνα. Την ώρα που καταπίνει τις γραμμές σου το λευκό και διαπιστώνεις χαμηλόφωνα τις θρυαλλίδες σου βρεγμένες. 


Ad libitum


Είναι αργά μέσα στις λέξεις που σου γράφω –σα να συνάγω τύψεις απ’ τον πάτο: υποθηκεύσεις, ίντριγκες, διαδοχικούς σφετερισμούς της σημασίας. Είναι αργά από των λέξεων τη χάση που σου γράφω παρηχώντας σε τρόπο φρυγικό. Αδειάζω τα σημαίνοντα απ’ το περιεχόμενό τους, αρκούμαι στο περί-γραμμα οριοθετώντας ένα χώρο σιωπής μέσα στη σιωπή (τους). Ν’ αντηχούν σαν σ’ έκλειψη: ΔΕΔΥΚΕ ΜΕΝ Α ΣΕΛΑΝΝΑ ΚΑΙ ΠΛΗΙΑΔΕΣ, ΜΕΣΑΙ ΔΕ ΝΥΚΤΕΣ       μέσα στις λέξεις       μέσα στις λέξεις       ενεδρεύοντας η Νύχτα. Τείνω αφαιρετικά εγγράφοντάς τες σε διελκυστίνδες διατυπώσεων ελλειπτικών, πληρώντας τες με ιριδισμούς χρωμάτων και με κηλίδες φωτεινές. Διεσταλμένες να εκρήγνυνται σε μύδρους συμπυκνωμένου χρόνου. 


Διάστικτο


κείμενο-καμβάς: καμπύλη διαθλασμένων σημαινόντων, λυμένων λέξεων συναρμογών - ειρμών μέσα από πετρωμάτων ασυνέχειες. Φυσά ανεξήγητα μες στις πτυχές των λέξεων που σου γράφω μ’ έναν αχό σπηλαιωμένων φράσεων –λήθης θραυσμένα αναθήματα, αποτυπώματα φυρονεριάς. Γραφές της άμμου. Υιοθετώ ένα κείμενο – σχήμα ιδιό-τροπο, μία τοπο-λογία του ίχνους –τόπος του κειμένου ο τρόπος του. Ιδιωτεύω στους αρμούς μιας ασυνέπειας: ά-τοπο τι   -τίποτα. Δεν έχω τίποτα να πω. Γραμμές – σιωπές. Λευκώλενες γραμμές


Διάστιχο


Κι ωστόσο. Τούτες οι γραμμές βρίσκουν (πάντα) άλλη προέκταση στην καρδιά μου.

17 Φεβρουαρίου 2021

6η Συνάντηση (17/2/2021)

 
Arvo Pärt, Άγραφος πίνακας (Tabula rasa), 1977 



Μια "οικογενειακή" φωτογραφία (10/2/2021)



Η Εύη Λαζαρίδου μας προσφέρει ένα μάθημα αρχαιογνωσίας μιλώντας μας για τις λευκές ληκύθους.



Η Διονυσία Ζήκα μας μιλά για το Λευκό νυφικό πέπλο με παραδείγματα από τον κινηματογράφο και την ζωγραφική, ενώ κλείνει με τα δικά της "πέπλα"









Ο Γιώργος Αποστολίδης εισηγείται το ποιητικό δρώμενο: Πολλαπλές φωνές και οι συμμετέχοντες αυτοσχεδιάζουν κατά ομάδες.
Στόχος της πειραματικής δράσης είναι να ακουστούν οι φωνές (σπαράγματα) των ποιητών μέσα από τις δικές μας ανάσες, μετασχηματισμένες σε μια νέα ομαδική αυτοσχεδιαστική ποιητική σύνθεση, προσαρμοσμένη στους τεχνικούς περιορισμούς της online "Zoom επικοινωνίας". Ποιητικός λόγος, θραυσματικός, σε επάλληλες διαστρωματώσεις εμποτισμένες από την δραματική ένταση των υποκειμένων, με πολλαπλούς νοηματικούς πυρήνες, που όμως αδυνατεί κανείς να παρακολουθήσει μεμονωμένους, παρά μόνο ως μια νέα μοναδική και εφήμερη ποιητική σύνθεση με την δική της αυτονομία και δυναμική. Ένα ποιητικό δρώμενο κατάδειξης της ούτως ή άλλως αποσπασματικής ανάγνωσης, μνήμης, επικοινωνίας, έκφρασης, πόσω δε μάλλον στην εποχή της καραντίνας.

22 Ιανουαρίου 2021

2η Συνάντηση (20/1/2021)

 


Μάνος Χατζιδάκις, Για μια μικρή λευκή αχιβάδα, Op.1 (1947-48), πρελούδια και χοροί


Τι θα μπορούσε να σημαίνει το "λευκό" στο έργο αυτό του Μ. Χατζιδάκι;
Ίσως την ανάγκη για καθαρότητα, χωρίς φιοριτούρες και ερμηνευτικές αποκλίσεις, ώστε να αναδειχθεί η μουσική ουσία του έργου. Εξ άλλου ο ίδιος ο Μ.Χ. έγραφε: ... η ΑΧΙΒΑΔΑ πρέπει να παίζεται με αυστηρή ρυθμική αίσθηση και με το προσδιορισμένο από τη γραφή του αίσθημα.


Ο Γιώργος Δώδος μιλά για το "λευκό" από την οπτική της Φυσικής και της Ψυχολογίας

  

     





Η Μαριάννα Δώδου παρουσιάζει το video της: Σπουδή φωτός. Το λευκό στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη.


Μαριάννα Δώδου

Σπουδή φωτός 
Το λευκό στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη


        «Το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση του μαύρου» εξομολογείται Εν Λευκώ ο Οδυσσέας Ελύτης. 
        Με αυτή την απαστράπτουσα λευκότητα, που αντανακλά και έλκει οριακά το φως, προβάλλει, έτοιμος να σπαραχθεί από τον πόρφυρα του σκότους, ο λαιμός του κύκνειου άσματος του Γιώργου Σεφέρη στις τρεις κρυπτικά αποκαλυπτικές ενότητες των Κρυφών Ποιημάτων του
        Τη στιγμή που ο πεπερασμένος νους του ποιητή έχει ήδη διαβλέψει το τέλος και η σιγή του λευκού οράματος, υπό το φως μιας αδύναμης χειμωνιάτικης αχτίνας, κατα-κλύζει ήδη το βλέμμα του («το χιόνι σκέπασε τον κόσμο»), μία υποσχετική πρόκληση απλώνεται μπροστά του: ο αμείλικτος καθρέφτης του λευκού, άγραφου χαρτιού, καθώς «Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης / επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν», «Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου». 
        Αν εμπιστευτεί τη λευκή κενότητά του, αν καρφωθεί στον ίλιγγό της και της παραδοθεί ολοκληρωτικά, θα πάρει πίσω τη ζωή του ακέραιη. Τίνι τρόπω; Ανταλλάσσοντας την οίηση της όρασης με την ποίηση της προφητικής τυφλότητας. Αφήνοντας να σπαραχθεί από τη Στιγμή της διχοτομημένης διαύγασης του εκτυφλωτικού φωτός που συσκοτίζει. Διαμιάς. Αδειάζοντας τα μάτια του από το φως της μέρας για να δει, όπως ο Οιδίποδας λίγο πριν τον καταπιούν οι αόρατες πλάκες ενός αφανέρωτου θανάτου, καθρεφτισμένο στο αίμα του, το «αγγελικό και μαύρο φως». 
        Αυτό που κατάπιε, ως λευκές ληκύθους, τα στροβιλιζόμενα σώματα των αγοριών του γέρου ικέτη, και αυτό από το οποίο αναδύθηκε, λαμπυρίζοντας, η σκοτεινή θυγατέρα του, στεφανωμένη με τα ηλιακά αγκάθια. Γιατί ο ποιητής ένιωσε από καιρό, από τη στιγμή που τον άγγιξε η πνοή του θεϊκού, ότι: «Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός». 
        Εξαίφνης κεραυνοβολημένος: «Δεν είναι πέρασμα τούτη η ανάσα / οιακισμός κεραυνού». Από τότε επιχειρούσε το ανέφικτο: να αντικρίσει τον ήλιο κατάματα. Να αναμετρηθεί με το θάμβος που τον κρύβει. Τείνοντας με λαχτάρα στο επέκεινα της ουσίας, «πίσω από τον ήλιο» και απο-τείνοντας με πάθος στον άπειρο Άλλο το φως και το σκοτάδι του βλέμματός του, το πεπερασμένο και το άπειρο της ύπαρξής του: «Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω». Εκθέτοντας γυμνά τα μάτια του στο πυρωμένο λευκό των αγγέλων: «Οι άγγελοι είναι λευκοί πυρωμένοι λευκοί και το μάτι μαραίνεται που θα τους αντικρίσει». 
    Δια βίου υβριστής και θεόπληκτος, καρφώνει για τελευταία φορά το βλέμμα του στην άβυσσο, γνωρίζοντας ότι ο Λόγος της Στιγμής είναι η ετυμηγορία του φωτός. Παραδίδεται στον ίλιγγο της λευκότητας αυτών που έγραψε αφήνοντας αχάρακτο το χαρτί του, στη δίνη των άσπρων βολβών των διαρρηγμένων και καμένων από το φως οφθαλμών του, καθώς η λόγχη του ήλιου διατρυπά την καρδιά του, ελευθερώνοντας το φως της στο φως. Όλα τελειώνουν «με μια φωτιά σε ένα φαράγγι σαν τριαντάφυλλο και μια θάλασσα ανάερη στα πόδια του Θεού». Το σύμπαν του ποιητή γίνεται παρανάλωμα του πυρός: «όλα γυρεύουν να καούν», «Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν πρέπει να καούν». Η τέφρα του έργου του διασκορπίζεται στο απέραντο πέλαγος των ατέρμονων, ημιτελών, θρυμματισμένων αναγνώσεων. Ανυπόγραφη. Υπογράφοντας εν λευκώ. Στη διαφάνεια. 


Με αφορμή την όμορφη και πολύ διεισδυτική συνθετική ματιά της Μαριάννας Δώδου ανθολογούνται κάποια ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη από την ποιητική συλλογή: Τρία κρυφά ποιήματα (<Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα, 1972)

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

 
ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΑΚΤΙΝΑ

Β΄
Καίγουνται τ’ άσπρα φύκια
Γραίες αναδυόμενες χωρίς βλέφαρα
σχήματα που άλλοτε χορεύαν
μαρμαρωμένες φλόγες.
Το χιόνι σκέπασε τον κόσμο.

Δ΄
Είπες εδώ και χρόνια:
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός».  
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σε ποντίζουν 
στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως.

Ζ΄
Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγα
όχι με των στιγμών το στάλαγμα
αλλά μια λάμψη, μονομιάς·
όπως ο πόθος που έσμιξε τον άλλο πόθο
κι απόμειναν καθηλωμένοι
ή όπως
ρυθμός της μουσικής που μένει
εκεί στο κέντρο σαν άγαλμα

αμετάθετος.

Δεν είναι πέρασμα τούτη η ανάσα
οιακισμός κεραυνού.


ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ

Δ΄
Η θάλασσα· πώς έγινε έτσι η θάλασσα;
Άργησα χρόνια στα βουνά·
με τύφλωσαν οι πυγολαμπίδες.
Τώρα σε τούτο τ’ ακρογιάλι περιμένω
ν’ αράξει ένας άνθρωπος
ένα υπόλειμμα, μια σχεδία.

Μα μπορεί να κακοφορμίσει  η θάλασσα;
Ένα δελφίνι την έσκισε μια φορά
κι ακόμη μια φορά
η άκρη του φτερού ενός γλάρου.

Κι όμως ήταν γλυκό το κύμα
όπου έπεφτα παιδί και κολυμπούσα
κι ακόμη σαν ήμουν παλικάρι
καθώς έψαχνα σχήματα στα βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,
μου μίλησε ο Θαλασσινός Γέρος :
«Εγώ είμαι ο τόπος σου·
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις».

ΣΤ΄
Πότε θα ξαναμιλήσεις;
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.
Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη
ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα.
Όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.
Ίσως γυρεύουν να μιλήσουν τ’ άστρα
που πάτησαν την τόση γύμνια σου μια νύχτα
ο Κύκνος ο Τοξότης ο Σκορπιός
ίσως εκείνα.
Αλλά πού θά εισαι τη στιγμή που θά ’ρθει
εδώ σ’ αυτό το θέατρο το φως;

Ζ΄
Κι όμως εκεί, στην άλλην όχθη
κάτω απ’ το μαύρο βλέμμα της σπηλιάς 
ήλιοι στα μάτια πουλιά στους ώμους
ήσουν εκεί· πονούσες
τον άλλο μόχθο την αγάπη
την άλλη αυγή την παρουσία
την άλλη γέννα την ανάσταση·
κι όμως εκεί ξαναγινόσουν
στην υπέρογκη διαστολή του καιρού
στιγμή-στιγμή σαν το ρετσίνι
το σταλαχτίτη το σταλαγμίτη.


ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ

Α΄
Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά
κι από την άλλη το νέο φεγγάρι
απόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα τα στήθη.
Ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας
κατακλυσμός της ζωής.
Τ’ άλογα στ’ αλώνια
καλπάζουν και ιδρώνουν
πάνω σε σκόρπια κορμιά.
Όλα πηγαίνουν εκεί
και τούτη η γυναίκα
που την είδες όμορφη, μια στιγμή
λυγίζει δεν αντέχει πια γονάτισε.
Όλα τ’ αλέθουν οι μυλόπετρες
και γίνουνται άστρα.

Παραμονή της μακρύτερης μέρας. 

Η΄
Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.

Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,
τη δική σου φωνή
όχι εκείνη που σ’ αρέσει·
μουσική σου είναι η ζωή
αυτή που σπατάλησες.
Μπορεί να την ξανακερδίσεις αν το θέλεις
αν καρφωθείς σε τούτο τ’ αδιάφορο πράγμα
που σε ρίχνει πίσω
εκεί που ξεκίνησες.

Ταξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους
άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς
ένιωσες τον πόνο του παλικαριού
και το βογκητό της γυναίκας
την πίκρα του άγουρου παιδιού—
ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.
Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο·
τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.

Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες
τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
το άσπρο χαρτί. 

ΙΑ΄
Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη
πλεούμενα κι άσπρα πανιά
μπάτης από τα πεύκα και τ’ Όρος της Αίγινας
λαχανιασμένη ανάσα·
το δέρμα σου γλιστρούσε στο δέρμα της
εύκολο και ζεστό
σκέψη σχεδόν ακάμωτη κι αμέσως ξεχασμένη.

Μα στα ρηχά
ένα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
και στο βυθό—
αν συλλογιζόσουν ώς πού τελειώνουν τα όμορφα νησιά.

Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω. 

ΙΔ΄
Τώρα,
με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,
η γύμνια ολόκληρης της ζωής·
και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα και το τίναγμα
τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας,
όλα γυρεύουν να καούν.

Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ’ το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή —

φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.

Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν
πρέπει να καούν
τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος
στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου.

  

Ο Γιώργος Δώδος διαβάζει το ποίημα/στίχους του Άνθιμου Ιωάννου "Άσπρο χαρτί" και μετά μας μιλά για ένα ανάλογο παιδικό του βίωμα "Τ’ άσπρα κατεβάζουν τ’ άστρα".

Άνθιμος Ιωάννου

 Άσπρο χαρτί


Κοιτάζω τ’ άσπρο το χαρτί
και το μυαλό μου στύβω
ψάχνω τις λέξεις για να βρω
κι εγώ ποιητής να γίνω.

Μα αυτό, κατάλευκο εκεί
κοιτάζει το μολύβι
κι ειρωνικά χαμογελά
λες και με κατακρίνει.

Οι λέξεις στέρεψαν θαρρείς
δεν βγαίνουν, με παιδεύουν
με εκδικούνται άραγε;
ή τάχα κοροϊδεύουν;

Νομίζω πως μου στέρεψε
η έμπνευση και πάει
αυτό ήταν μέχρι εδώ
ο νους δεν το χωράει

σκίζω το άσπρο το χαρτί
κι απλά κλείνω τα μάτια
νιώθω να έγινε η καρδιά
σαράντα δυο κομμάτια

κι εκεί που είχα απελπιστεί
κι έβλεπα το σκοτάδι
ήρθε ξανά η έμπνευση
με το γλυκό της χάδι

βρήκα μολύβι και χαρτί
και άρχισα να γράφω
οι λέξεις γίναν χρώματα
την έμπνευση μου βάφω


Γιώργος Δώδος

Τ’ άσπρα κατεβάζουν τ’ άστρα


        Θέμα έκθεσης στην Τρίτη τάξη του Γυμνασίου από τον φιλόλογό μας, ο οποίος μας δίδασκε  νέα Ελληνικά, αρχαία και ιστορία. Αφού έγραψε το θέμα στον πίνακα, είπε ουδέν σχόλιο δέχομαι, αρχίστε να γράφετε.
        Διαβάζω το θέμα αρκετές φορές, δεν μπορώ να βγάλω κανένα συμπέρασμα τι θέλει να πει, σκέπτομαι ότι πρόκειται για λαϊκή παροιμία, αλλά αυτή η λέξη «άσπρα» με μπερδεύει, προσπαθώ να της δώσω τις πιο πιθανές αλληγορικής σημασίας έννοιες του λευκού, όπως καθαρότητα, απλότητα, αγνότητα, αθωότητα, ιερότητα, αρμονία, γαλήνη, ελπίδα, νεότητα, σιωπή, και χιλιάδες άλλες παρεμφερείς λέξεις, αλλά δεν βγαίνει κανένα συμπέρασμα.
        Ο χρόνος κυλά αδυσώπητος , όλοι γράφουν, μερικοί έχουν ήδη τελειώσει, ο διπλανός συμμαθητής μου έχει γεμίσει και την τρίτη σελίδα, όσο κοιτάζω τη δική μου σελίδα άδεια, με πιάνει πανικός, τρέμω ολόκληρος, χτυπάει το κουδούνι, τελειώσατε  λέει ο φιλόλογος, δίνω το τετράδιο, είμαι υπό κατάρρευση!
        Στο διάλειμμα έμαθα, ότι την προηγούμενη ημέρα που απουσίαζα, στο μάθημα της ιστορίας για τα αρχαία νομίσματα ανέφερε ότι στην περίοδο του Βυζαντίου χρησιμοποιούσαν ασημένια μικρά κέρματα, το οποία ονόμαζαν «άσπρα» λόγω της λευκότητας και της λαμπρότητάς των.
        Το αποτέλεσμα ευκολονόητο, βαθμολογήθηκα δια της μονάδος, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Ο τρόμος και ο πανικός για τη λέξη «άσπρα»  και η λευκή σελίδα μου έγιναν εφιάλτης στα όνειρά μου πολλές φορές ακόμα και σήμερα στα γεράματά μου. 


Ο Νίκος Τσιούδας διαβάζει και σχολιάζει το ποιητικό θραύσμα του Μιχάλη Πασιαρδή [Η λευκότητα] 

Μιχάλης Πασιαρδής (1941 - )

[Η λευκότητα]  


Η λευκότητα, είπε, είναι το άλλο άσπρο,

κάτι σαν άσπρο μες στο άσπρο, που καταργεί

το αυστηρά ουδέτερο…



Ο Σωτήρης Παπαδάκης διαβάζει και σχολιάζει το ποίημα "Λευκό" της Άννας Αντωνίου.

Άννα Αντωνίου

Λευκό

Το λευκό που μ’ αρέσει

Λευκό του πάγου

και λευκό του χιονιού

Κοφτερό και σκληρό σαν ατσάλι

Που αφήνει

το βλέμμα

να αγγίξει το άπειρο

Το απόλυτο αυτό

ελευθερία

και

δέσμευση

Που μια ακίδα μικρή

μια ανάσα

λίγο πιο έντονη

και το άπειρο γυρίζει πλευρό

και ξυπνάει

θνητό

μια κηλίδα ωχρά

μια πελώρια θλίψη

μια οθόνη

πάλλευκη κηλιδωμένη

Ήθελα να μου πεις

πώς το γαλάζιο δικό σου

διαπέρασε το λευκό

κι έσμιξαν

Πώς έγιναν τα δύο

ακηλίδωτος ουρανός

και 

σύννεφα-ταξιδιώτες.



H Μαρία Χατζημιχαηλίδου διαβάζει και σχολιάζει το ποίημα της Νόνης Σταματέλου "Το λευκό φόρεμα".

Νόνη Σταματέλου (1960-)

Το λευκό φόρεμα


Τι θράσος  κι’ αυτό!

Ένα τέτοιο λευκό φόρεμα σε χώρο εργασίας.

Ανάμεσα σε γκρίζες στολές και γκρίζες μάσκες.

Τι θράσος να βαδίζεις ανάμεσά τους

Και κυρίως, να βαδίζεις ευθυτενής.

Μια στα χαρτιά και μια στο πάτωμα κοιτάζουν

Με το χαμόγελο παντοτινά φυλακισμένο.

Έτσι που λησμόνησαν τους ανθρώπους.

Έτσι που λησμόνησαν τον ουρανό.

Κι’ εσύ τολμάς να διασχίζεις τη μετριότητα

Φορώντας στα μαλλιά σου άνθη λεμονιάς!

Κι’ ανεμίζει το λευκό σου φόρεμα

Κι’ αντιφεγγίζει πάνω του η ηλιαχτίδα

καθώς μπαίνει απ’ το μοναδικό παράθυρο

που παράτολμα άνοιξες με υπομονή στο χρόνο

Γιατί θέλεις να βλέπεις το φως

να παίζει με τ’ άνθη της μικρής ροδιάς

και νάρχεται μέσα δίνοντας αξία ακόμα και στη σκόνη

δίνοντας κι’ άλλη δόξα στις παλιές κορνίζες

των ηρώων και των ευεργετών.

Ποιος έχει  προσέξει τόσα χρόνια τη μικρή ροδιά

στην πρωινή  συγκέντρωση

όπου η καλημέρα σέρνεται σαν φίδι τρομαγμένο

στα σκαλοπάτια.

Ποιος νά ξερε

πώς ύφανες αυτό το λευκό σου φόρεμα!

Με πόση αγρύπνια, με πόση αλμύρα

και πόσα αστέρια κυνηγώντας.

Πόσα νησιά μπελόνιασες σε μίσχους λουλουδιών

συνάζοντας στη χούφτα σου βροχή

να πίνουν τα σπουργίτια τον Αύγουστο.

Ποιος νά ξερε

Πόσο επώδυνο, μα πόσο αληθινό

ήταν εκείνο το ταξίδι μέσα σου.

Πόσες φορές ξεμάκρυνε το χέρι του Θεού

πριν σε απιθώσει τρυφερά στου φεγγαριού τη σκάλα

Με τα φιλιά της αδελφής σου να ξορκίζουν το κακό.

 

Τι  ν’ απαντήσεις τώρα σε όσους σε ρωτούν:

Πού βρήκες το θράσος

να διασχίζεις το γκρίζο

Φορώντας ένα τέτοιο λευκό κι’ ανθοστόλιστο φόρεμα;

Και.πώς τολμάς κι’ ελπίζεις

Ακόμα και «εν ώρα υπηρεσίας»;


H Διονυσία Ζήκα σχολιάζει, επίσης, το ποίημα της Νόνης Σταματέλου "Το λευκό φόρεμα" και μετά μας διαβάζει το ποίημά της "Το δικό μου λευκό".

Διονυσία Ζήκα

Το δικό μου λευκό 


Ντύθηκα λευκή πανοπλία
και
ρίχτηκα στο πέλαγος
Λευκά τα ιστία στο κατάρτι
να ισορροπούν
στην κόψη
του θυμωμένου κύματος
Ακολουθώντας ασφαλές νηολόγιο
αποτύπωσα κρυφούς υφάλους
Με το γάλα της μάνας
της γιαγιάς το νανούρισμα
το παραμύθι της ανάπαυσης
Σε λευκή ποδιά απίθωσα
τα άνθη του πόνου
Σε καμβά μεταξένιο
ίχνη πορφύρας σημάδεψα ,
έγραψα, έσβησα
μολυβένιες λέξεις, 
σπόγγισα στάλες
διάφανων δακρύων
Στα εκκωφαντικά
καλέσματα των  σειρήνων
αντέτεινα τοίχους λευκούς 
Για κάθε εχθρικό εμβολισμό
ύψωσα σημαία
με λευκά τριαντάφυλλα
Ξετυλίγοντας τον μίτο, 
κιθάριζα
τραγούδι λυπητερό
λευκού κύκνου
Κι εκεί στο βάθος
στον ορίζοντα
κρατώντας
μαργαριταρένιο
σταυρουδάκι
πάντα διακρίνω
τα λευκά μάρμαρα
που με στηρίζουν …

Αναζητώντας το φως


H Ελένη Αναγνώστη διαβάζει και σχολιάζει το ποίημα του Γιώργου Δουατζή "Ουαί" και μετά μας διαβάζει το δικό της ποίημα "Λευκό φόρεμα", που γράφτηκε με αφορμή "Το λευκό φόρεμα" της Νόνης Σταματέλου.

Γιώργος Δουατζής (1948-)

Ουαί


Τη λύπη μου δεν θα τη βρεις
σε θάλασσες, δρόμους, κορυφές
ούτε σε γκρίζους ουρανούς

Θα τη βρεις λευκό πουκάμισο  
στους καταφρονεμένους
τους τυφλούς
τους ταπεινούς
που περιμένουν ένδοξες μέρες
για να υψωθούν
κραυγάζοντας
Ουαί τοις νικηταίς

Τη λύπη μου δε θα τη βρεις

παρά σε ένδοξες μέρες

 

Ελένη Αναγνώστη

Λευκό φόρεμα


Με το χοντρό σαπούνι της υπομονής
σ’ ωκεανούς δακρύων 
έπλυνα τους λεκέδες της λύπης μου.
Τώρα συστήνομαι με λευκό φόρεμα.
Η λάσπη των λειψόνοων 
δεν με  λερώνει πια...
Φρόντισε γι’ αυτό ο Ποιητής 
"Μα η κοινωνία που ήταν σεμνότυφη πολύ συσχέτιζε κουτά'' *  

Ανήκω στους έξυπνους πια.

Γενάρης 2021

* Κ. Π. Καβάφης "Μέρες του 1896"