Ludovico Einaudi - Nuvole Bianche (White Clouds)
Μια διαδικτυακή συνάντηση με στόχο την επικοινωνία μεταξύ μας και με ποιητικά κείμενα
Όλα το βράδυ σιωπηλάτίποτε δεν σαλεύειμόνο η ψυχή δειλά δειλάάσπρο πανί γυρεύει
Θίσβη και Πύραμος
Αγάπης όρκοιστη λάμψη των λεπίδωναίμα στάζονταςΆγρια μούρατων εραστών του φωτόςαποτύπωμαΛευκού χιτώναστης χίμαιρας την όχθητο κυμάτισμα
Αφροδίτη και Άδωνις
Ζέφυρου πνοέςγύμνωσαν αφρογενήπόθο ΚύπριδοςΚομμούς Άδωνηδάκρυσαν ανεμώνεςαλιπόρφυρεςΛευκές λήκυθοιτης λιθοξόου Λήθηςαναθήματα
Έπιανε το μολύβι να γράψει τις σκέψεις του. Το μολύβι χόρευεσαν τρελό ανάμεσα στα δάχτυλά του, το χαρτί αρνιόταν ναλεκιαστεί, έδιωχνε από πάνω του ό,τι αυτός, με χίλια βάσανα,κατάφερνε να γράψει.Γράφω το κενό, έλεγε απελπισμένος, γράφω το κενό καιείμαι τόσο γεμάτος.Χα χα, κάγχαζε το μολύβι,χα χα, κάγχαζε το χαρτί,χα χα, τόσο γεμάτος.Θεέ μου, τι είν’ αυτή η έρημος, έλεγε απελπισμένος, τι είναιαυτή η άσπρη έρημος.Δεν είμαι έρημος, έλεγε το χαρτί, είμ’ ένα φύλλο άσπροχαρτί, αλλά δεν θέλω να με κατοικήσουνε οι σκέψεις σου.
Ρίχνανε πρώτα τα σκοινιάστις τέσσερις γωνιέςπου ασπρίζανε τα τέσσερα τα πρόσωπαχτυπούσανε τα χέριακαι προχωρούσαν απ’ τις τέσσερις γωνιέςκαι μάζευαν τα σύννεφαέτσι έμενε το δάπεδο γυμνόέπειτα άρχιζαν να περνούν οι μαύροι πετεινοίένας έναςαφήνοντας ένα ρυάκι αίμα κόκκινοσαν χάνοντανρολόγια αρχίζαν να πυροβολούνε άδικακαι σκότωναν στην τύχηφεγγάρια ουρλιάζανπροσφέρανε και εκρηχτικά τριαντάφυλλαπου σκάζαν και ματώνανε τα χέριαη αγωνίατα πρόσωπα σιγά-σιγά χάναν τα μάτια τουςτα φρύδια κι έπειτα το στόματα δόντια και τα τσίνοραγίνονταν κάτασπρα όπως και τα ρούχα τουςόπως και τ’ άσπρα δέντραόπως και το λιβάδιόπως όλαΆσπρα
Εσύ μόνο το ξέρειςΠώς χάνεσαι τώρα πώς βουλιάζειςΜέσα στα ωραία χρόνια στ’ άσπρα πουκάμισαΣτ’ άσπρα χαμόγελα στ’ άσπρα καινούρια βιβλίαΕσύ μόνο το ξέρεις πώς βουλιάζειςΜες στα καινούρια ρούχα στους φρέσκους δρόμουςΣτα χειροκροτήματα όταν περνάςΣτους ευγενείς ψιθύρους που πληθαίνουν μπρος σου.(«Πλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύαν την πτώση σου»).Ενέδρες από χειροκροτήματα σαν κούφιες ριπές.
(Η συνέχεια 3, 1962)
Η προίκα μου όλη
ένα λευκό σεντόνι
Μου χάρισαν έναν αργαλειόΜου ‘μάθαν να υφαίνωΜου δώσανε νήματα πολλάχρωματιστά, μαύρα και λευκά- Το λευκό αγαπώκαι μ’ αυτό θα υφάνω - σκέφτηκα-Ένα λευκό σεντόνι, περίτεχνο, έφτιαξαγια να ‘χω κάτι καθαρό, αγνόνα με σκεπάσει όταν …θα φύγω.
Θέατρο σκιών γίνηκε η ζωή μαςκαι στο λευκό σεντόνιζωγραφίσαμε τα όνειρά μαςΣ’ ανθούς που μαράθηκανμέλισσες ψάχναν γύρη κι αρώματαμα στη λευκή τους σενδόνησαβανώθηκανΈτσι, στο λευκό που μας φάσκιωσε η ζωήτώρα, ένα θέατρο σκιώνμε απεικάσματα ιδεώνσκηνοθετήσαμε τη σύντομη νιότη.
Η Παυλίνα Καζαντζίδου διαβάζει και σχολιάζει τρία ποιητικά αποσπάσματα:
Με λένε Ησίοδο. Θα σας τραγουδήσω «Τα έργα και τις Ημέρες» των ανθρώπων:………………………………………….Πρώτα το χρυσό γένος των ανθρώπωνέπλασαν οι Αθάνατοι Θεοί, στα δώματατου Ολύμπου όπου κατοικούν. Τότε στον ουρανόβασίλευε ο Κρόνος. Σαν τους θεούς,δίχως βάσανα και μόχθους, τον καιρό εκείνο, το γένος των ανθρώπων ζούσε.………………………………………….Δεύτερο γένος, πολλά χειρότεροΜετά το πρώτο έπλασαν οι θεοί που κατοικούν στον Όλυμπο,το γένος το αργυρό των ανθρώπων………………………………………….Α, να μη γεννιόμουνα στο πέμπτογένος ή νεκρός να 'μουν πια πριν έρθει.Είναι το σιδερένιο γένος τώρα.………………………………………….Θα πετάξουν απ’ την πλατιά τη γη κι απ’ τους ανθρώπουςτ’ όμορφο κρύβοντας στα πέπλα τα λευκά ...
λευκή βεντάγια μεταξένιακροκάτη νιφάδα διάφανη στης χλόης το στιλέτοσε άφησαν παράμερα κι εσένα
Λευκή πριγκιποπούλα, του ποτέΚοιμήσου στη νυχτιά τη σκοτεινήΚορμί και γη από χιόνιΚοιμήσου την αυγή, κοιμήσου!
Η σκέψη σου είναι χιόνι που κύλησεστην ατέλειωτη αποθέωση της λευκότητας,η εικόνα σου αιώνιο κάψιμοη καρδιά σου λευτερωμένο περιστέρι.
Ήρθα σ’ Εσένα αυτές τις μέρες, Φρειδερίκο!Που το χέρι σου…από την αλαβάστρινηΑσπράδα του- και την ευγένεια – και τη χάρη –Και τα κυματιστά αγγίσματα, ίδιο φτερό στρουθοκαμήλου -Το βλέμμα μου το μπέρδεψεΜε τα φιλντισένια πλήκτρα…Κι ήσουν σαν τη μορφή εκείνηΠού απ’ τα σπλάχνα του μαρμάρου,Πριν το χαράξουν καν,Έβγαλε η σμίληΤης ιδιοφυΐας – ο αιώνιος Πυγμαλίων!
Είτε βραδιάζειείτε φέγγειμένει λευκότο γιασεμί
[...]Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεταιπου άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάριθα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.Άφησέ με να έρθω μαζί σου.[...]
Έχεις ανάγκηνα τραβήξεις μία λευκή γραμμήνα σπάσει η μαυρίλαΝα γίνει αδύναμηνα τσακιστείκαι το λευκό να λάμψειΔύναμη κρυφήαμόλυντη σαν του μωρού τη σκέψηόπως η πρώτη μέρα της γέννησης τουόπως ο ουρανός ο καθαρόςόπως η μπουγάδα της νοικοκυράςόπως του ανθρώπου η ψυχήΠοιώ σημαίνει δημιουργώαχνή γραμμήζωγραφίζωαγωνιώασφυκτιώαναπνέωαναγεννιέμαιΥπάρχω
Το χιόνι είναι άσπρο, μαλακό σαν τελειωμένος έρωτας, -είπε.Έπεσε απρόσμενα, τη νύχτα, μ’ όλη τη σοφή σιωπή του.Το πρωί, λαμποκοπούσε ολόλευκη η εξαγνισμένη πολιτεία.Μια παλιά στάμνα, πεταμένη στην αυλή, ήταν ένα άγαλμα.
Εκείνος ένοιωσε την κοφτερή ψυχρότητα του πάγου,την απεραντοσύνη της λευκότητας, σαν άθλο του προσωπικόμονάχα μια στιγμή ανησύχησε: μήπως και δεν του απόμενετίποτα πια θερμό να το παγώσει, μήπως και δεν ήτανμια νίκη του χιονιού, μα απλώς μια ουδέτερη γαλήνη,μια ελευθερία χωρίς αντίπαλο και δόξα.Βγήκε λοιπόν αμήχανος στο δρόμο, κι όπως είδε το χιονάνθρωποπου φτιάχναν τα παιδιά, πλησίασε και του ’βαλεδυο σβηστά κάρβουνα για μάτια, χαμογέλασε αόριστακ’ έπαιξε χιονοπόλεμο μαζί τους ως τα’ απόγευμα.
Την πρώτη φορά ήταν σαν να 'χε αρπάξει φωτιάκάπου μέσα βαθιά κάτι μες την ψυχή μου.Κοιτούσα τις φλόγες κι αυτόν τον αέρα μακριάνα αλλάζει αργά τις σκιές της ερήμου.Χορεύοντας μου ‘δειξες μέσα σε πέντε λεπτάτι θα πει πουθενά και πως χάνεται ο χρόνος.Ότι αν το πιστέψεις στα αλήθεια η αγάπη μπορεί.Ότι αν αφεθείς σ’ οδηγάει ο δρόμος.Από τότε περάσανε χρόνια κυλήσαν νεράόμως κάπου βαθιά η φωτιά καίει ακόμη.Λυπάμαι που έφυγα εκείνη τη νύχτα κρυφά,βιαστικά και χωρίς να ζητήσω συγγνώμη.Το μόνο που θα 'θελα αν κάποτε σε ξαναδώείναι να πω ευχαριστώ για το θαύμα που είδακαι να δώσω για μια τελευταία φορά το ρυθμόστον τρελό σου χορό στη λευκή καταιγίδα.