27 Ιανουαρίου 2021

3η Συνάντηση (27/1/2021)

 



Ελένη Αναγνωστοπούλου

Η προίκα μου όλη
ένα λευκό σεντόνι


Μου χάρισαν έναν αργαλειό
Μου ‘μάθαν να υφαίνω
Μου δώσανε νήματα πολλά
χρωματιστά, μαύρα και λευκά

- Το λευκό αγαπώ
   και μ’ αυτό θα υφάνω - σκέφτηκα-

Ένα λευκό σεντόνι, περίτεχνο, έφτιαξα
για να ‘χω κάτι καθαρό, αγνό 
να με σκεπάσει όταν …θα φύγω. 


Ελένη Αναγνωστοπούλου

Θέατρο σκιών γίνηκε η ζωή μας
και στο λευκό σεντόνι
ζωγραφίσαμε τα όνειρά μας

Σ’ ανθούς που μαράθηκαν
μέλισσες ψάχναν γύρη κι αρώματα
μα στη λευκή τους σενδόνη
σαβανώθηκαν

Έτσι, στο λευκό που μας φάσκιωσε η ζωή
τώρα, ένα θέατρο σκιών
με απεικάσματα ιδεών
σκηνοθετήσαμε τη σύντομη νιότη. 


Η Παυλίνα Καζαντζίδου διαβάζει και σχολιάζει τρία ποιητικά αποσπάσματα:

Ησίοδος (τέλη 8ου αι. π.Χ)

Με λένε Ησίοδο. Θα σας τραγουδήσω «Τα έργα και τις Ημέρες» των ανθρώπων: 
………………………………………….
Πρώτα το χρυσό γένος των ανθρώπων 
έπλασαν οι Αθάνατοι Θεοί, στα δώματα
του Ολύμπου όπου κατοικούν. Τότε στον ουρανό 
βασίλευε ο Κρόνος. Σαν τους θεούς,
δίχως βάσανα και μόχθους, τον καιρό εκείνο, το γένος των ανθρώπων ζούσε.
………………………………………….
Δεύτερο γένος, πολλά χειρότερο 
Μετά το πρώτο έπλασαν οι θεοί που κατοικούν στον Όλυμπο, 
το γένος το αργυρό των ανθρώπων
………………………………………….
Α, να μη γεννιόμουνα στο πέμπτο 
γένος ή νεκρός να 'μουν πια πριν έρθει.
Είναι το σιδερένιο γένος τώρα.
………………………………………….
Θα πετάξουν απ’ την πλατιά τη γη κι απ’ τους ανθρώπους 
η Νέμεση και η Αιδώς, το πρόσωπό τους
τ’ όμορφο κρύβοντας στα πέπλα τα λευκά ...


Αρχαίος Κινέζος ποιητής 

λευκή βεντάγια μεταξένια
κροκάτη νιφάδα διάφανη στης χλόης το στιλέτο
σε άφησαν παράμερα κι εσένα

Η αρχαία Κινέζικη ποίηση πάντοτε λυρική, υποβλητική, σαγηνευτική, κρύβοντας με λεπτότητα και ευγένεια την αλήθεια κάτω από υπαινιγμούς και σύμβολα αντικρίζει με τα λευκότατα ανθάκια της, σαν ένα γιασεμί, τα εκατόφυλλα ρόδα της θερμής μεσογειακής ποίησης.                                                                                   
                    

Federico Garcia Lorca (1898-1936)

Νανούρισμα για τη νεκρή Μερσέδες

Λευκή πριγκιποπούλα, του ποτέ
Κοιμήσου στη νυχτιά τη σκοτεινή
Κορμί και γη από χιόνι
Κοιμήσου την αυγή, κοιμήσου!

Η σκέψη σου είναι χιόνι που κύλησε
στην ατέλειωτη αποθέωση της λευκότητας,
η εικόνα σου αιώνιο κάψιμο 
η καρδιά σου λευτερωμένο περιστέρι. 

 

Η Αλεξία Πέννα παρουσιάζει και σχολιάζει απόσπασμα από "Το πιάνο του Σοπέν" του Cyprian Norwid. 

Cyprian Kamill Norwid (1821-1833)

Το πιάνο του Σοπέν

III

Ήρθα σ’ Εσένα αυτές τις μέρες, Φρειδερίκο!
Που το χέρι σου…από την αλαβάστρινη
Ασπράδα του- και την ευγένεια – και τη χάρη –
Και τα κυματιστά αγγίσματα, ίδιο φτερό στρουθοκαμήλου -
Το βλέμμα μου το μπέρδεψε
Με τα φιλντισένια πλήκτρα…
Κι ήσουν σαν τη μορφή εκείνη
Πού απ’ τα σπλάχνα του μαρμάρου,
Πριν το χαράξουν καν,
Έβγαλε η σμίλη
Της ιδιοφυΐας – ο αιώνιος Πυγμαλίων!

(Το πιάνο του Σοπέν, μτφρ. Δ. Χουλιαράκης, Το Ροδακιό, Αθήνα, 2010)


Η Ζαχαρούλα Τζίνη διαβάζει και σχολιάζει το "Το γιασεμί" του Γιώργου Σεφέρη και ένα απόσπασμα από την "Σονάτα του σεληνόφωτος" του Γιάννη Ρίτσου αλλά και το δικό της ποίημα "Λευκή γραμμή".

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

Το γιασεμί

Είτε βραδιάζει
είτε φέγγει 
μένει λευκό 
το γιασεμί 



Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)
Η Σονάτα του σεληνόφωτος


[...]
Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με να έρθω μαζί σου.
[...]



Ζαχαρούλα Τζίνη

Λευκή γραμμή

Έχεις ανάγκη
να τραβήξεις μία λευκή γραμμή
να σπάσει η μαυρίλα
Να γίνει αδύναμη
να τσακιστεί
και το λευκό να λάμψει
Δύναμη κρυφή
αμόλυντη σαν του μωρού τη σκέψη
όπως η πρώτη μέρα της γέννησης του
όπως ο ουρανός ο καθαρός
όπως η μπουγάδα της νοικοκυράς
όπως του ανθρώπου η ψυχή 
Ποιώ σημαίνει δημιουργώ
αχνή γραμμή
ζωγραφίζω
αγωνιώ
ασφυκτιώ
αναπνέω
αναγεννιέμαι 
Υπάρχω



Η Μαρία Ζερβάκη διαβάζει και σχολιάζει "Το χιόνι" του Γιάννη Ρίτσου.

Γιάννης Ρίτσος

Το χιόνι

Το χιόνι είναι άσπρο, μαλακό σαν τελειωμένος έρωτας, -είπε.
Έπεσε απρόσμενα, τη νύχτα, μ’ όλη τη σοφή σιωπή του.
Το πρωί, λαμποκοπούσε ολόλευκη η εξαγνισμένη πολιτεία.
Μια παλιά στάμνα, πεταμένη στην αυλή, ήταν ένα άγαλμα. 

Εκείνος ένοιωσε την κοφτερή ψυχρότητα του πάγου,
την απεραντοσύνη της λευκότητας, σαν άθλο του προσωπικό
μονάχα μια στιγμή ανησύχησε: μήπως και δεν του απόμενε
τίποτα πια θερμό να το παγώσει, μήπως και δεν ήταν
μια νίκη του χιονιού, μα απλώς μια ουδέτερη γαλήνη,
μια ελευθερία χωρίς αντίπαλο και δόξα.
Βγήκε λοιπόν αμήχανος στο δρόμο, κι όπως είδε το χιονάνθρωπο
που φτιάχναν τα παιδιά, πλησίασε και του ’βαλε
δυο σβηστά κάρβουνα για μάτια, χαμογέλασε αόριστα
κ’ έπαιξε χιονοπόλεμο μαζί τους ως τα’ απόγευμα.



Η Ματούλα Τσιούδα παρουσιάζει και σχολιάζει τους στίχους του Παύλου Παυλίδη "Λευκή καταιγίδα"

Παύλος Παυλίδης (1964-)

Λευκή καταιγίδα

Την πρώτη φορά ήταν σαν να 'χε αρπάξει φωτιά
κάπου μέσα βαθιά κάτι μες την ψυχή μου.
Κοιτούσα τις φλόγες κι αυτόν τον αέρα μακριά
να αλλάζει αργά τις σκιές της ερήμου.

Χορεύοντας μου ‘δειξες μέσα σε πέντε λεπτά
τι θα πει πουθενά και πως χάνεται ο χρόνος.
Ότι αν το πιστέψεις στα αλήθεια η αγάπη μπορεί.
Ότι αν αφεθείς σ’ οδηγάει ο δρόμος.

Από τότε περάσανε χρόνια κυλήσαν νερά
όμως κάπου βαθιά η φωτιά καίει ακόμη.
Λυπάμαι που έφυγα εκείνη τη νύχτα κρυφά, 
βιαστικά και χωρίς να ζητήσω συγγνώμη.

Το μόνο που θα 'θελα αν κάποτε σε ξαναδώ
είναι να πω ευχαριστώ για το θαύμα που είδα
και να δώσω για μια τελευταία φορά το ρυθμό
στον τρελό σου χορό στη λευκή καταιγίδα.

 

 

Παύλος Παυλίδης & B-Movies ("Τεχνόπολις" Γκάζι, 11/9/2013)



 

 


22 Ιανουαρίου 2021

2η Συνάντηση (20/1/2021)

 


Μάνος Χατζιδάκις, Για μια μικρή λευκή αχιβάδα, Op.1 (1947-48), πρελούδια και χοροί


Τι θα μπορούσε να σημαίνει το "λευκό" στο έργο αυτό του Μ. Χατζιδάκι;
Ίσως την ανάγκη για καθαρότητα, χωρίς φιοριτούρες και ερμηνευτικές αποκλίσεις, ώστε να αναδειχθεί η μουσική ουσία του έργου. Εξ άλλου ο ίδιος ο Μ.Χ. έγραφε: ... η ΑΧΙΒΑΔΑ πρέπει να παίζεται με αυστηρή ρυθμική αίσθηση και με το προσδιορισμένο από τη γραφή του αίσθημα.


Ο Γιώργος Δώδος μιλά για το "λευκό" από την οπτική της Φυσικής και της Ψυχολογίας

  

     





Η Μαριάννα Δώδου παρουσιάζει το video της: Σπουδή φωτός. Το λευκό στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη.


Μαριάννα Δώδου

Σπουδή φωτός 
Το λευκό στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη


        «Το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση του μαύρου» εξομολογείται Εν Λευκώ ο Οδυσσέας Ελύτης. 
        Με αυτή την απαστράπτουσα λευκότητα, που αντανακλά και έλκει οριακά το φως, προβάλλει, έτοιμος να σπαραχθεί από τον πόρφυρα του σκότους, ο λαιμός του κύκνειου άσματος του Γιώργου Σεφέρη στις τρεις κρυπτικά αποκαλυπτικές ενότητες των Κρυφών Ποιημάτων του
        Τη στιγμή που ο πεπερασμένος νους του ποιητή έχει ήδη διαβλέψει το τέλος και η σιγή του λευκού οράματος, υπό το φως μιας αδύναμης χειμωνιάτικης αχτίνας, κατα-κλύζει ήδη το βλέμμα του («το χιόνι σκέπασε τον κόσμο»), μία υποσχετική πρόκληση απλώνεται μπροστά του: ο αμείλικτος καθρέφτης του λευκού, άγραφου χαρτιού, καθώς «Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης / επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν», «Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου». 
        Αν εμπιστευτεί τη λευκή κενότητά του, αν καρφωθεί στον ίλιγγό της και της παραδοθεί ολοκληρωτικά, θα πάρει πίσω τη ζωή του ακέραιη. Τίνι τρόπω; Ανταλλάσσοντας την οίηση της όρασης με την ποίηση της προφητικής τυφλότητας. Αφήνοντας να σπαραχθεί από τη Στιγμή της διχοτομημένης διαύγασης του εκτυφλωτικού φωτός που συσκοτίζει. Διαμιάς. Αδειάζοντας τα μάτια του από το φως της μέρας για να δει, όπως ο Οιδίποδας λίγο πριν τον καταπιούν οι αόρατες πλάκες ενός αφανέρωτου θανάτου, καθρεφτισμένο στο αίμα του, το «αγγελικό και μαύρο φως». 
        Αυτό που κατάπιε, ως λευκές ληκύθους, τα στροβιλιζόμενα σώματα των αγοριών του γέρου ικέτη, και αυτό από το οποίο αναδύθηκε, λαμπυρίζοντας, η σκοτεινή θυγατέρα του, στεφανωμένη με τα ηλιακά αγκάθια. Γιατί ο ποιητής ένιωσε από καιρό, από τη στιγμή που τον άγγιξε η πνοή του θεϊκού, ότι: «Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός». 
        Εξαίφνης κεραυνοβολημένος: «Δεν είναι πέρασμα τούτη η ανάσα / οιακισμός κεραυνού». Από τότε επιχειρούσε το ανέφικτο: να αντικρίσει τον ήλιο κατάματα. Να αναμετρηθεί με το θάμβος που τον κρύβει. Τείνοντας με λαχτάρα στο επέκεινα της ουσίας, «πίσω από τον ήλιο» και απο-τείνοντας με πάθος στον άπειρο Άλλο το φως και το σκοτάδι του βλέμματός του, το πεπερασμένο και το άπειρο της ύπαρξής του: «Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω». Εκθέτοντας γυμνά τα μάτια του στο πυρωμένο λευκό των αγγέλων: «Οι άγγελοι είναι λευκοί πυρωμένοι λευκοί και το μάτι μαραίνεται που θα τους αντικρίσει». 
    Δια βίου υβριστής και θεόπληκτος, καρφώνει για τελευταία φορά το βλέμμα του στην άβυσσο, γνωρίζοντας ότι ο Λόγος της Στιγμής είναι η ετυμηγορία του φωτός. Παραδίδεται στον ίλιγγο της λευκότητας αυτών που έγραψε αφήνοντας αχάρακτο το χαρτί του, στη δίνη των άσπρων βολβών των διαρρηγμένων και καμένων από το φως οφθαλμών του, καθώς η λόγχη του ήλιου διατρυπά την καρδιά του, ελευθερώνοντας το φως της στο φως. Όλα τελειώνουν «με μια φωτιά σε ένα φαράγγι σαν τριαντάφυλλο και μια θάλασσα ανάερη στα πόδια του Θεού». Το σύμπαν του ποιητή γίνεται παρανάλωμα του πυρός: «όλα γυρεύουν να καούν», «Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν πρέπει να καούν». Η τέφρα του έργου του διασκορπίζεται στο απέραντο πέλαγος των ατέρμονων, ημιτελών, θρυμματισμένων αναγνώσεων. Ανυπόγραφη. Υπογράφοντας εν λευκώ. Στη διαφάνεια. 


Με αφορμή την όμορφη και πολύ διεισδυτική συνθετική ματιά της Μαριάννας Δώδου ανθολογούνται κάποια ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη από την ποιητική συλλογή: Τρία κρυφά ποιήματα (<Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα, 1972)

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

 
ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΑΚΤΙΝΑ

Β΄
Καίγουνται τ’ άσπρα φύκια
Γραίες αναδυόμενες χωρίς βλέφαρα
σχήματα που άλλοτε χορεύαν
μαρμαρωμένες φλόγες.
Το χιόνι σκέπασε τον κόσμο.

Δ΄
Είπες εδώ και χρόνια:
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός».  
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σε ποντίζουν 
στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως.

Ζ΄
Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγα
όχι με των στιγμών το στάλαγμα
αλλά μια λάμψη, μονομιάς·
όπως ο πόθος που έσμιξε τον άλλο πόθο
κι απόμειναν καθηλωμένοι
ή όπως
ρυθμός της μουσικής που μένει
εκεί στο κέντρο σαν άγαλμα

αμετάθετος.

Δεν είναι πέρασμα τούτη η ανάσα
οιακισμός κεραυνού.


ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ

Δ΄
Η θάλασσα· πώς έγινε έτσι η θάλασσα;
Άργησα χρόνια στα βουνά·
με τύφλωσαν οι πυγολαμπίδες.
Τώρα σε τούτο τ’ ακρογιάλι περιμένω
ν’ αράξει ένας άνθρωπος
ένα υπόλειμμα, μια σχεδία.

Μα μπορεί να κακοφορμίσει  η θάλασσα;
Ένα δελφίνι την έσκισε μια φορά
κι ακόμη μια φορά
η άκρη του φτερού ενός γλάρου.

Κι όμως ήταν γλυκό το κύμα
όπου έπεφτα παιδί και κολυμπούσα
κι ακόμη σαν ήμουν παλικάρι
καθώς έψαχνα σχήματα στα βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,
μου μίλησε ο Θαλασσινός Γέρος :
«Εγώ είμαι ο τόπος σου·
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις».

ΣΤ΄
Πότε θα ξαναμιλήσεις;
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.
Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη
ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα.
Όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.
Ίσως γυρεύουν να μιλήσουν τ’ άστρα
που πάτησαν την τόση γύμνια σου μια νύχτα
ο Κύκνος ο Τοξότης ο Σκορπιός
ίσως εκείνα.
Αλλά πού θά εισαι τη στιγμή που θά ’ρθει
εδώ σ’ αυτό το θέατρο το φως;

Ζ΄
Κι όμως εκεί, στην άλλην όχθη
κάτω απ’ το μαύρο βλέμμα της σπηλιάς 
ήλιοι στα μάτια πουλιά στους ώμους
ήσουν εκεί· πονούσες
τον άλλο μόχθο την αγάπη
την άλλη αυγή την παρουσία
την άλλη γέννα την ανάσταση·
κι όμως εκεί ξαναγινόσουν
στην υπέρογκη διαστολή του καιρού
στιγμή-στιγμή σαν το ρετσίνι
το σταλαχτίτη το σταλαγμίτη.


ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ

Α΄
Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά
κι από την άλλη το νέο φεγγάρι
απόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα τα στήθη.
Ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας
κατακλυσμός της ζωής.
Τ’ άλογα στ’ αλώνια
καλπάζουν και ιδρώνουν
πάνω σε σκόρπια κορμιά.
Όλα πηγαίνουν εκεί
και τούτη η γυναίκα
που την είδες όμορφη, μια στιγμή
λυγίζει δεν αντέχει πια γονάτισε.
Όλα τ’ αλέθουν οι μυλόπετρες
και γίνουνται άστρα.

Παραμονή της μακρύτερης μέρας. 

Η΄
Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.

Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,
τη δική σου φωνή
όχι εκείνη που σ’ αρέσει·
μουσική σου είναι η ζωή
αυτή που σπατάλησες.
Μπορεί να την ξανακερδίσεις αν το θέλεις
αν καρφωθείς σε τούτο τ’ αδιάφορο πράγμα
που σε ρίχνει πίσω
εκεί που ξεκίνησες.

Ταξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους
άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς
ένιωσες τον πόνο του παλικαριού
και το βογκητό της γυναίκας
την πίκρα του άγουρου παιδιού—
ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.
Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο·
τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.

Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες
τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
το άσπρο χαρτί. 

ΙΑ΄
Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη
πλεούμενα κι άσπρα πανιά
μπάτης από τα πεύκα και τ’ Όρος της Αίγινας
λαχανιασμένη ανάσα·
το δέρμα σου γλιστρούσε στο δέρμα της
εύκολο και ζεστό
σκέψη σχεδόν ακάμωτη κι αμέσως ξεχασμένη.

Μα στα ρηχά
ένα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
και στο βυθό—
αν συλλογιζόσουν ώς πού τελειώνουν τα όμορφα νησιά.

Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω. 

ΙΔ΄
Τώρα,
με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,
η γύμνια ολόκληρης της ζωής·
και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα και το τίναγμα
τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας,
όλα γυρεύουν να καούν.

Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ’ το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή —

φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.

Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν
πρέπει να καούν
τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος
στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου.

  

Ο Γιώργος Δώδος διαβάζει το ποίημα/στίχους του Άνθιμου Ιωάννου "Άσπρο χαρτί" και μετά μας μιλά για ένα ανάλογο παιδικό του βίωμα "Τ’ άσπρα κατεβάζουν τ’ άστρα".

Άνθιμος Ιωάννου

 Άσπρο χαρτί


Κοιτάζω τ’ άσπρο το χαρτί
και το μυαλό μου στύβω
ψάχνω τις λέξεις για να βρω
κι εγώ ποιητής να γίνω.

Μα αυτό, κατάλευκο εκεί
κοιτάζει το μολύβι
κι ειρωνικά χαμογελά
λες και με κατακρίνει.

Οι λέξεις στέρεψαν θαρρείς
δεν βγαίνουν, με παιδεύουν
με εκδικούνται άραγε;
ή τάχα κοροϊδεύουν;

Νομίζω πως μου στέρεψε
η έμπνευση και πάει
αυτό ήταν μέχρι εδώ
ο νους δεν το χωράει

σκίζω το άσπρο το χαρτί
κι απλά κλείνω τα μάτια
νιώθω να έγινε η καρδιά
σαράντα δυο κομμάτια

κι εκεί που είχα απελπιστεί
κι έβλεπα το σκοτάδι
ήρθε ξανά η έμπνευση
με το γλυκό της χάδι

βρήκα μολύβι και χαρτί
και άρχισα να γράφω
οι λέξεις γίναν χρώματα
την έμπνευση μου βάφω


Γιώργος Δώδος

Τ’ άσπρα κατεβάζουν τ’ άστρα


        Θέμα έκθεσης στην Τρίτη τάξη του Γυμνασίου από τον φιλόλογό μας, ο οποίος μας δίδασκε  νέα Ελληνικά, αρχαία και ιστορία. Αφού έγραψε το θέμα στον πίνακα, είπε ουδέν σχόλιο δέχομαι, αρχίστε να γράφετε.
        Διαβάζω το θέμα αρκετές φορές, δεν μπορώ να βγάλω κανένα συμπέρασμα τι θέλει να πει, σκέπτομαι ότι πρόκειται για λαϊκή παροιμία, αλλά αυτή η λέξη «άσπρα» με μπερδεύει, προσπαθώ να της δώσω τις πιο πιθανές αλληγορικής σημασίας έννοιες του λευκού, όπως καθαρότητα, απλότητα, αγνότητα, αθωότητα, ιερότητα, αρμονία, γαλήνη, ελπίδα, νεότητα, σιωπή, και χιλιάδες άλλες παρεμφερείς λέξεις, αλλά δεν βγαίνει κανένα συμπέρασμα.
        Ο χρόνος κυλά αδυσώπητος , όλοι γράφουν, μερικοί έχουν ήδη τελειώσει, ο διπλανός συμμαθητής μου έχει γεμίσει και την τρίτη σελίδα, όσο κοιτάζω τη δική μου σελίδα άδεια, με πιάνει πανικός, τρέμω ολόκληρος, χτυπάει το κουδούνι, τελειώσατε  λέει ο φιλόλογος, δίνω το τετράδιο, είμαι υπό κατάρρευση!
        Στο διάλειμμα έμαθα, ότι την προηγούμενη ημέρα που απουσίαζα, στο μάθημα της ιστορίας για τα αρχαία νομίσματα ανέφερε ότι στην περίοδο του Βυζαντίου χρησιμοποιούσαν ασημένια μικρά κέρματα, το οποία ονόμαζαν «άσπρα» λόγω της λευκότητας και της λαμπρότητάς των.
        Το αποτέλεσμα ευκολονόητο, βαθμολογήθηκα δια της μονάδος, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Ο τρόμος και ο πανικός για τη λέξη «άσπρα»  και η λευκή σελίδα μου έγιναν εφιάλτης στα όνειρά μου πολλές φορές ακόμα και σήμερα στα γεράματά μου. 


Ο Νίκος Τσιούδας διαβάζει και σχολιάζει το ποιητικό θραύσμα του Μιχάλη Πασιαρδή [Η λευκότητα] 

Μιχάλης Πασιαρδής (1941 - )

[Η λευκότητα]  


Η λευκότητα, είπε, είναι το άλλο άσπρο,

κάτι σαν άσπρο μες στο άσπρο, που καταργεί

το αυστηρά ουδέτερο…



Ο Σωτήρης Παπαδάκης διαβάζει και σχολιάζει το ποίημα "Λευκό" της Άννας Αντωνίου.

Άννα Αντωνίου

Λευκό

Το λευκό που μ’ αρέσει

Λευκό του πάγου

και λευκό του χιονιού

Κοφτερό και σκληρό σαν ατσάλι

Που αφήνει

το βλέμμα

να αγγίξει το άπειρο

Το απόλυτο αυτό

ελευθερία

και

δέσμευση

Που μια ακίδα μικρή

μια ανάσα

λίγο πιο έντονη

και το άπειρο γυρίζει πλευρό

και ξυπνάει

θνητό

μια κηλίδα ωχρά

μια πελώρια θλίψη

μια οθόνη

πάλλευκη κηλιδωμένη

Ήθελα να μου πεις

πώς το γαλάζιο δικό σου

διαπέρασε το λευκό

κι έσμιξαν

Πώς έγιναν τα δύο

ακηλίδωτος ουρανός

και 

σύννεφα-ταξιδιώτες.



H Μαρία Χατζημιχαηλίδου διαβάζει και σχολιάζει το ποίημα της Νόνης Σταματέλου "Το λευκό φόρεμα".

Νόνη Σταματέλου (1960-)

Το λευκό φόρεμα


Τι θράσος  κι’ αυτό!

Ένα τέτοιο λευκό φόρεμα σε χώρο εργασίας.

Ανάμεσα σε γκρίζες στολές και γκρίζες μάσκες.

Τι θράσος να βαδίζεις ανάμεσά τους

Και κυρίως, να βαδίζεις ευθυτενής.

Μια στα χαρτιά και μια στο πάτωμα κοιτάζουν

Με το χαμόγελο παντοτινά φυλακισμένο.

Έτσι που λησμόνησαν τους ανθρώπους.

Έτσι που λησμόνησαν τον ουρανό.

Κι’ εσύ τολμάς να διασχίζεις τη μετριότητα

Φορώντας στα μαλλιά σου άνθη λεμονιάς!

Κι’ ανεμίζει το λευκό σου φόρεμα

Κι’ αντιφεγγίζει πάνω του η ηλιαχτίδα

καθώς μπαίνει απ’ το μοναδικό παράθυρο

που παράτολμα άνοιξες με υπομονή στο χρόνο

Γιατί θέλεις να βλέπεις το φως

να παίζει με τ’ άνθη της μικρής ροδιάς

και νάρχεται μέσα δίνοντας αξία ακόμα και στη σκόνη

δίνοντας κι’ άλλη δόξα στις παλιές κορνίζες

των ηρώων και των ευεργετών.

Ποιος έχει  προσέξει τόσα χρόνια τη μικρή ροδιά

στην πρωινή  συγκέντρωση

όπου η καλημέρα σέρνεται σαν φίδι τρομαγμένο

στα σκαλοπάτια.

Ποιος νά ξερε

πώς ύφανες αυτό το λευκό σου φόρεμα!

Με πόση αγρύπνια, με πόση αλμύρα

και πόσα αστέρια κυνηγώντας.

Πόσα νησιά μπελόνιασες σε μίσχους λουλουδιών

συνάζοντας στη χούφτα σου βροχή

να πίνουν τα σπουργίτια τον Αύγουστο.

Ποιος νά ξερε

Πόσο επώδυνο, μα πόσο αληθινό

ήταν εκείνο το ταξίδι μέσα σου.

Πόσες φορές ξεμάκρυνε το χέρι του Θεού

πριν σε απιθώσει τρυφερά στου φεγγαριού τη σκάλα

Με τα φιλιά της αδελφής σου να ξορκίζουν το κακό.

 

Τι  ν’ απαντήσεις τώρα σε όσους σε ρωτούν:

Πού βρήκες το θράσος

να διασχίζεις το γκρίζο

Φορώντας ένα τέτοιο λευκό κι’ ανθοστόλιστο φόρεμα;

Και.πώς τολμάς κι’ ελπίζεις

Ακόμα και «εν ώρα υπηρεσίας»;


H Διονυσία Ζήκα σχολιάζει, επίσης, το ποίημα της Νόνης Σταματέλου "Το λευκό φόρεμα" και μετά μας διαβάζει το ποίημά της "Το δικό μου λευκό".

Διονυσία Ζήκα

Το δικό μου λευκό 


Ντύθηκα λευκή πανοπλία
και
ρίχτηκα στο πέλαγος
Λευκά τα ιστία στο κατάρτι
να ισορροπούν
στην κόψη
του θυμωμένου κύματος
Ακολουθώντας ασφαλές νηολόγιο
αποτύπωσα κρυφούς υφάλους
Με το γάλα της μάνας
της γιαγιάς το νανούρισμα
το παραμύθι της ανάπαυσης
Σε λευκή ποδιά απίθωσα
τα άνθη του πόνου
Σε καμβά μεταξένιο
ίχνη πορφύρας σημάδεψα ,
έγραψα, έσβησα
μολυβένιες λέξεις, 
σπόγγισα στάλες
διάφανων δακρύων
Στα εκκωφαντικά
καλέσματα των  σειρήνων
αντέτεινα τοίχους λευκούς 
Για κάθε εχθρικό εμβολισμό
ύψωσα σημαία
με λευκά τριαντάφυλλα
Ξετυλίγοντας τον μίτο, 
κιθάριζα
τραγούδι λυπητερό
λευκού κύκνου
Κι εκεί στο βάθος
στον ορίζοντα
κρατώντας
μαργαριταρένιο
σταυρουδάκι
πάντα διακρίνω
τα λευκά μάρμαρα
που με στηρίζουν …

Αναζητώντας το φως


H Ελένη Αναγνώστη διαβάζει και σχολιάζει το ποίημα του Γιώργου Δουατζή "Ουαί" και μετά μας διαβάζει το δικό της ποίημα "Λευκό φόρεμα", που γράφτηκε με αφορμή "Το λευκό φόρεμα" της Νόνης Σταματέλου.

Γιώργος Δουατζής (1948-)

Ουαί


Τη λύπη μου δεν θα τη βρεις
σε θάλασσες, δρόμους, κορυφές
ούτε σε γκρίζους ουρανούς

Θα τη βρεις λευκό πουκάμισο  
στους καταφρονεμένους
τους τυφλούς
τους ταπεινούς
που περιμένουν ένδοξες μέρες
για να υψωθούν
κραυγάζοντας
Ουαί τοις νικηταίς

Τη λύπη μου δε θα τη βρεις

παρά σε ένδοξες μέρες

 

Ελένη Αναγνώστη

Λευκό φόρεμα


Με το χοντρό σαπούνι της υπομονής
σ’ ωκεανούς δακρύων 
έπλυνα τους λεκέδες της λύπης μου.
Τώρα συστήνομαι με λευκό φόρεμα.
Η λάσπη των λειψόνοων 
δεν με  λερώνει πια...
Φρόντισε γι’ αυτό ο Ποιητής 
"Μα η κοινωνία που ήταν σεμνότυφη πολύ συσχέτιζε κουτά'' *  

Ανήκω στους έξυπνους πια.

Γενάρης 2021

* Κ. Π. Καβάφης "Μέρες του 1896"